excitação

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

excitação (pt) < γαλλικό excitacion

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

excitação (pt) θηλυκό

  1. η έξαψη, το ξεσήκωμα
  2. η ερωτική διέγερση