excroissance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
excroissance | excroissances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
excroissance (fr) θηλυκό
- το εξόγκωμα
ενικός | πληθυντικός |
excroissance | excroissances |
excroissance (fr) θηλυκό