exemplaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exemplaire | exemplaires |
exemplaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- υποδειγματικός, που αξίζει να μιμηθεί κανείς
- παραδειγματικός, που γίνεται για να τον αποφύγει κανείς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exemplaire | exemplaires |
exemplaire (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) το υπόδειγμα
- το αντίτυπο, το αντίγραφο
- το δείγμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη exemple