exemplum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

exemplum (en)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

exemplum < παρόμοιος σχηματισμός με το exemptus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος la < ex- + emo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *em-
Συγγενή: (νέα ελληνική) ξόμπλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

exemplum (la) ουδέτερο

  1. τιμωρία
    ※  Exemplum sutorem pauperem sollicitavit ut corvum insititueret ad parem salutationem (Macrobius, Saturnalia, 2, 3, 30) λείπει η μετάφραση
  2. τρόπος
  3. υπόθεση, περιεχόμενο (έργου)
  4. πρότυπο, αρχέτυπο
  5. αντίγραφο, αντίτυπο
  6. ομοίωμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική exemplum exempla
γενική exemplī exemplōrum
δοτική exemplō exemplīs
αιτιατική exemplum exempla
κλητική exemplum exempla
αφαιρετική exemplō exemplīs
(β' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]