exemplum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exemplum (en)
- συγκεκριμένο παράδειγμα που χρησιμοποιείται ως ηθικό δίδαγμα
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exemplum < παρόμοιος σχηματισμός με το exemptus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος la < ex- + emo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *em-
- Συγγενή: (νέα ελληνική) ξόμπλι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exemplum (la) ουδέτερο
- τιμωρία
- ※ Exemplum sutorem pauperem sollicitavit ut corvum insititueret ad parem salutationem (Macrobius, Saturnalia, 2, 3, 30) → λείπει η μετάφραση
- τρόπος
- υπόθεση, περιεχόμενο (έργου)
- πρότυπο, αρχέτυπο
- αντίγραφο, αντίτυπο
- ομοίωμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | exemplum | exempla |
γενική | exemplī | exemplōrum |
δοτική | exemplō | exemplīs |
αιτιατική | exemplum | exempla |
κλητική | exemplum | exempla |
αφαιρετική | exemplō | exemplīs |
Πηγές[επεξεργασία]
- exemplum - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.