exhausting
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | exhausting |
συγκριτικός | more exhausting |
υπερθετικός | most exhausting |
exhausting (en)
- εξαντλητικός
- ↪ an exhausting walk/job - εξαντλητική πορεία/δουλειά
- ↪ It’s exhausting teaching 10 hours a day.
- Είναι εξαντλητικό να διδάσκεις 10 ώρες την ημέρα.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
exhausting (en)