expédition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Expedition, expedition

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
expédition expéditions

expédition (fr) θηλυκό

  1. η αποστολή (ενός πράγματος ταχυδρομικώς, αεροπορικώς κλπ)
  2. η αποστολή (με σκοπό ιατρικό, εμπορικό, αθλητικό κλπ)
  3. η εκστρατεία

Συγγενικά[επεξεργασία]