expérience
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- expérience < λατινική experientia
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛks.peʁ.jɑ̃s/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
expérience | expériences |
expérience (fr) θηλυκό