expérience

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: experience

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

expérience < λατινική experientia

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛks.peʁ.jɑ̃s/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
expérience expériences

expérience (fr) θηλυκό

  1. η εμπειρία
    il a de l'expérience - είναι έμπειρος
  2. το πείραμα
    il aime faire des expériences - του αρέσει να κάνει πειράματα