expansion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

expansion (fr) θηλυκό

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

expansion (en)

  1. επέκταση
  2. διαστολή (π.χ. των μετάλλων)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]