experienced
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | experienced |
συγκριτικός | more experienced |
υπερθετικός | most experienced |
experienced (en)
- έμπειρος, πεπειραμένος
- ↪ Wallets were easy prey for the experienced thief.
- Τα πορτοφόλια ήταν εύκολη λεία για τον έμπειρο κλέφτη.
- ↪ Wallets were easy prey for the experienced thief.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
experienced (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του experience