explore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | explore |
γ΄ ενικό ενεστώτα | explores |
αόριστος | explored |
παθητική μετοχή | explored |
ενεργητική μετοχή | exploring |
Ρήμα[επεξεργασία]
explore (en)