extemporané
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | extemporané | extemporanés |
θηλυκό | extemporanée | extemporanées |
Επίθετο[επεξεργασία]
extemporané (fr)
- (για φαρμακευτικά παρασκευάσματα) που πρέπει να ληφθεί αμέσως μετά την παρασκευή του