extraterritorial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extraterritorial < extra- + territorial
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | extraterritorial | extraterritorials |
θηλυκό | extraterritoriale | extraterritoriales |
extraterritorial (fr)
- που δεν βρίσκεται επίσημα στην επικράτεια, στο έδαφος ενός κράτους