féministe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
féministe féministes

féministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φεμινιστικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
féministe féministes

féministe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο φεμινιστής - η φεμινίστρια