féroce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
féroce | féroces |
féroce (fr)
- άγριος, λυσσαλέος, μανιασμένος
- λυσσαλέος, μανιασμένος, γεμάτος άγρια αποφασιστικότητα
- άγριος (απειλητικός)