fétichisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

(1756) fétichisme < fétiche

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fe.ti.ʃism/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fétichisme fétichismes

fétichisme (fr) αρσενικό