fétichiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fétichiste fétichistes

fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φετιχιστής - φετιχίστρια

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fétichiste fétichistes

fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φετιχιστικός