fétu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: fetu

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fétu < λατινική festuca

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fe.ty/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fétu fétus

fétu (fr) αρσενικό

  1. το αχυρόκλωνο, κομματάκι από άχυρο
    son épée fendit le tronc de l'arbre comme un fétu
    το σπαθί του έσχισε τον κορμό του δέντρου σαν να ήταν άχυρο
  2. (οικείο) κάτι ασήμαντο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • être emporté comme un fétu, être traîné comme un fétu - παρασύρομαι σαν άχυρο

Συγγενικά[επεξεργασία]