fabella
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fabella (la) θηλυκό
- υποκοριστικό του fabula, ο μικρός μύθος, το μικρό δραματικό έργο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fabella | fabellae |
γενική | fabellae | fabellārum |
δοτική | fabellae | fabellīs |
αιτιατική | fabellam | fabellās |
κλητική | fabella | fabellae |
αφαιρετική | fabellā | fabellīs |
Σε αυτό το λήμμα έχει ενσωματωθεί κείμενο από το Λατινοελληνικό λεξικό του Ευστράτιου Δ. Τσακαλώτου του 1921, του οποίου τα πνευματικά δικαιώματα έχουν εκπνεύσει και είναι πλέον δημόσιο κτήμα.