facilitation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.si.li.ta.sjɔ̃/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- facilitation < faciliter
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
facilitation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
facilitation | facilitations |
- η διευκόλυνση
- το σύνολο των μέτρων που αποβλέπουν στην επιτάχυνση της μεταφοράς εμπορευμάτων