factorisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- factorisation < facteur
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fak.tɔ.ʁi.za.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
factorisation (fr) θηλυκό