faide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
faide | faides |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
faide (fr) αρσενικό
- (ιστορία) αλληλουχία εκδικητικών πράξεων μεταξύ δύο οικογενειών μεταξύ των « βαρβαρικών » φύλων που εγκαταστάθηκαν στη δυτική Ευρώπη προς το τέλος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας