faithfulness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

faithfulness (en)

  1. η πίστη, η αφοσίωση
    to promise faithfulness to... - υπόσχομαι πίστη σε...