fan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fan | fans |
fan (en)
- ο ανεμιστήρας, ο αεριστήρας
- η βεντάλια
- οτιδήποτε θυμίζει μια βεντάλια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fan |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fans |
αόριστος | fanned |
παθητική μετοχή | fanned |
ενεργητική μετοχή | fanning |
fan (en)
- αερίζω
- ↪ He fanned his face with a newspaper.
- Αέριζε το πρόσωπό του με μια εφημερίδα.
- ↪ He fanned his face with a newspaper.
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fan | fans |
fan (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- fan (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fan (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 15. ISBN 9780194325684., λήμμα: αερίζω
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fan | fans |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fan (fr) αρσενικό ή θηλυκό