far
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | far |
συγκριτικός | farther / further |
υπερθετικός | farthest / furthest / farthermost / furthermost |
far (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | far |
συγκριτικός | farther / further |
υπερθετικός | farthest / furthest |
far (en)
- μακριά, μεγάλη απόσταση
- ↪ With gestures he was trying from far away to get me to understand what he wanted.
- Με χειρονομίες προσπαθούσε από μακριά να μου δώσει να καταλάβω αυτό που ήθελε.
- ↪ With gestures he was trying from far away to get me to understand what he wanted.
- μακριά, αργώ, μεγάλο χρονικό διάστημα από το παρόν. για μεγάλο μέρος μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου
- ↪ Vacation is not far off.
- Δεν θ' αργήσουν οι διακοπές.
- ↪ Vacation is not far off.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
far (sq) (οριστικός τύπος: fari)
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
far (da) κοινό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
far (no)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
far (ro)
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
far (sv)