fariĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα fariĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας fariĝas fariĝanta fariĝata
αόριστος fariĝis fariĝinta fariĝita
μέλλοντας fariĝos fariĝonta fariĝota
υποθετική fariĝus - -
προστακτική fariĝu - -

fariĝi (eo)