fastoche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fastoche | fastoches |
Επίθετο[επεξεργασία]
fastoche (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) εύκολος
ενικός | πληθυντικός |
fastoche | fastoches |
fastoche (fr) αρσενικό ή θηλυκό