fatalité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.ta.li.te/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fatalité | fatalités |
fatalité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
fatalité | fatalités |
fatalité (fr) θηλυκό