faveur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
faveur | faveurs |
faveur (fr) θηλυκό
- η εύνοια
- elle a les faveurs du directeur - έχει την εύνοια του διευθυντή
- η χάρη
- fais-moi une faveur - κάνε μου μια χάρη
- ...