fenómeno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
fenómeno (pt) < λατινικό phaenomenon < αρχαιοελληνικό φαινόμενον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fenómeno (pt) αρσενικό ( & fenômeno )
- το φαινόμενο με όλες τις έννοιες που έχει και στη νεοελληνική