fervore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
fervore (eo)
- li fervore parolis pri tio, μίλησε φλογερά γι' αυτό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fervore (it)