feuille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
feuille < fueille, foille < folia στη λατινική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
feuille (fr) θηλυκό (πληθυντικός: feuilles)