fiasko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fiasko | fiaskoj |
αιτιατική | fiaskon | fiaskojn |
fiasko (eo)
- το φιάσκο
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiasko (io)
- το φιάσκο
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
fiasko < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiasco
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiasko (pl) ουδέτερο
- το φιάσκο
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiasko (fi)
- το φιάσκο