fidelity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fidelity (en)

  1. πίστη, το να παραμένεις πιστός σε κάτι
  2. πιστότητα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • fidelity στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια