fiel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fiel | fiels |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fiel (fr) αρσενικό
- η χολή (ζώου)
- (μεταφορικά) η κακία
ενικός | πληθυντικός |
fiel | fiels |
fiel (fr) αρσενικό