filioque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
filioque (la) αρσενικό
- δοτική και αφαιρετική ενικού του filius + -que
filioque (la) αρσενικό