finto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | finto | finti |
θηλυκό | finta | finte |
finto (it)
- κλιτή μορφή του ρήματος
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | finto | finti |
θηλυκό | finta | finte |
finto (it)