first

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Αριθμητικό[επεξεργασία]

first (en)

  • πρώτος, μια σε ημερομηνία
    The first hours after an operation are always critical.
    Οι πρώτες ώρες μετά από μια εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμες.
    They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
    Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
    before the twenty first of May - πριν από τις είκοσι μία Μαΐου

Επίρρημα[επεξεργασία]

first (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πρώτα, πρώτον
    First we wash our hands and then we eat.
    Πρώτα πλένουμε τα χέρια και μετά τρώμε.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
first firsts

first (en)

  1. (με the) η πρώτη, το πρώτο πρόσωπο ή πράγμα που έρχεται ή συμβαίνει
    Be the first, then!
    Να γίνεις η πρώτη, τότε!
  2. (μη μετρήσιμο) η πρώτη ταχύτητα στο αυτοκίνητο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]