flawlessly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | flawlessly |
συγκριτικός | more flawlessly |
υπερθετικός | most flawlessly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
flawlessly (en)
- άψογα, αψεγάδιαστα, τέλεια
- ↪ He writes and speaks flawlessly in two different languages.
- Γράφει και μιλάει άψογα δύο ξένες γλώσσες.
- ↪ He lives/dresses/behaves flawlessly.
- Zει/ντύνεται/φέρεται άψογα.
- ↪ I do something flawlessly.
- Κάνω κάτι τέλεια.
- ≈ συνώνυμα: immaculately, impeccably και perfectly
- ↪ He writes and speaks flawlessly in two different languages.