flower
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
flower | flowers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flower (en)
- το λουλούδι
- ↪ They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.
- Διακόσμησαν την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου.
- ↪ They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.