flurry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flurry (en)
- στροβιλισμός (χιονιού, σκόνης, φύλλων, αέρα)
- ριπή, καταιγισμός
- a flurry of: αλληλουχία πραγμάτων ή γεγονότων
flurry (en)