forçat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
forçat | forçats |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- forçat < (άμεσο δάνειο) ιταλική forzato < forzare (καταναγκάζω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
forçat (fr) αρσενικό
- ο κατάδικος σε καταναγκαστικά έργα
- (μεταφορικά) αυτός που ζει σε άθλιες συνθήκες