forecast

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

forecast (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

forecast (en)

  • προβλέπω, εκτιμώ πώς θα είναι στο μέλλον μία κατάσταση