foreman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

foreman (en)

  1. εργοδηγός
  2. (νομικός όρος) ο προεδρεύων ενός σώματος ενόρκων