forge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
forge (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
forge (en)
- το χυτήριο
- το σιδηρουργείο, το σιδεράδικο
- η σφυρηλάτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
forge | forges |
forge (fr) θηλυκό
- το μεταλλουργείο, το σιδηρουργείο, τo σιδεράδικο
- το καμίνι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη forger