formala

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

formala < formal + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική formala formalaj
αιτιατική formalan formalajn

formala (eo)

la du asocioj havas formalan ligon
τα δύο σωματεία συνδέονται με τυπικό (επίσημο) δεσμό