formiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα formiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | formiĝas | formiĝanta | formiĝata |
αόριστος | formiĝis | formiĝinta | formiĝita |
μέλλοντας | formiĝos | formiĝonta | formiĝota |
υποθετική | formiĝus | - | - |
προστακτική | formiĝu | - | - |
formiĝi (eo)