forthcoming

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

forthcoming (en)

  1. προσεχής
  2. διαθέσιμος όταν χρειάζεται
  3. πρόθυμος για συνεργασία