foudre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
foudre (fr) θηλυκό
- ο κεραυνός, το αστροπελέκι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- coup de foudre : κεραυνοβόλος έρωτας