fouetter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fouetter < fouet

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fwe.te/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

fouetter (fr)

  1. μαστιγώνω
  2. δέρνω
    Cette fille, il la fouettait à mort avec une trique de caoutchouc. (από το βιβλίο «1984» του Τζώρτζ Όργουελ, όπως μεταφράστηκε στη γαλλική)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη fouet