fouineur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fouineur < fouiner
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fouineur | fouineurs |
θηλυκό | fouineuse | fouineuses |
fouineur (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- curieux
- espion
- fureteur
- (οικείο) fouille-merde